Μαραθωνομάχης: Difference between revisions

(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Marathōnomachēs
|Transliteration B=Marathōnomachēs
|Transliteration C=Marathonomachis
|Transliteration C=Marathonomachis
|Beta Code=*maraqwnoma/xhs
|Beta Code=*maraqwnoma/xhs
|Definition=[<b class="b3">μᾰχ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who fought at Marathon</b>: prov. of <b class="b2">a veteran</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>181</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>986</span>:—also Μᾰρᾰθωνο-μάχος, ὁ, <span class="title">APl.</span>4.233.8 (Theaet.), <span class="bibl">D.L.1.56</span>, and v.l. Ar.<span class="title">Nu.</span>l.c.</span>
|Definition=[μᾰχ], ου, ὁ, [[one who fought at Marathon]]: [[proverb|prov.]] of a [[veteran]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''181, ''Nu.''986:—also Μᾰρᾰθωνο-μάχος, ὁ, ''APl.''4.233.8 (Theaet.), D.L.1.56, and [[varia lectio|v.l.]] Ar.''Nu.''l.c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Μᾰρᾰθωνομάχης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πολεμήσας ἐν τῇ ἐν Μαραθῶνι μάχῃ, [[παροιμία]] ἐπὶ γενναίου ἀρχαίου στρατιώτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, Νεφ. 986, Ἀνθ. Πλαν. 233· - Μαραθωνομάχος, ὁ, Διογ. Λ. 1. 56.
|lstext='''Μᾰρᾰθωνομάχης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πολεμήσας ἐν τῇ ἐν Μαραθῶνι μάχῃ, [[παροιμία]] ἐπὶ γενναίου ἀρχαίου στρατιώτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, Νεφ. 986, Ἀνθ. Πλαν. 233· - Μαραθωνομάχος, ὁ, Διογ. Λ. 1. 56.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Μᾰρᾰθωνομάχης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[μάχομαι]]), αυτός που πολέμησε στη [[μάχη]] του Μαραθώνα, [[μαραθωνομάχος]], παροιμ. [[φράση]] για [[κάθε]] γενναίο παλαιό πολεμιστή, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μᾰ˘ρᾰθωνο-μάχης, ου, ὁ, [[μάχομαι]]<br />a [[Marathon]] [[fighter]], a [[Marathon]]-man, [[proverb]]. of a [[brave]] [[veteran]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

English (LSJ)

[μᾰχ], ου, ὁ, one who fought at Marathon: prov. of a veteran, Ar.Ach.181, Nu.986:—also Μᾰρᾰθωνο-μάχος, ὁ, APl.4.233.8 (Theaet.), D.L.1.56, and v.l. Ar.Nu.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

Μᾰρᾰθωνομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πολεμήσας ἐν τῇ ἐν Μαραθῶνι μάχῃ, παροιμία ἐπὶ γενναίου ἀρχαίου στρατιώτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, Νεφ. 986, Ἀνθ. Πλαν. 233· - Μαραθωνομάχος, ὁ, Διογ. Λ. 1. 56.

Greek Monotonic

Μᾰρᾰθωνομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, μαραθωνομάχος, παροιμ. φράση για κάθε γενναίο παλαιό πολεμιστή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Μᾰ˘ρᾰθωνο-μάχης, ου, ὁ, μάχομαι
a Marathon fighter, a Marathon-man, proverb. of a brave veteran, Ar.