μόδα: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moda
|Transliteration C=moda
|Beta Code=mo/da
|Beta Code=mo/da
|Definition=<b class="b3">στρώματα</b>, Hsch.
|Definition=[[στρώματα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόδα''': «στρώματα» Ἡσύχ.
|lstext='''μόδα''': «στρώματα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόδα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρώματα».<br /> <b>(II)</b><br />η<br />οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική [[σφαίρα]], στον τρόπο ζωής και, [[κυρίως]] σε ό,τι έχει [[σχέση]] με ενδύματα, χρώματα, [[κόμμωση]], κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. [[συρμός]] («το [[μπλε]] [[χρώμα]] [[είναι]] της μόδας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>ιταλ. <i>moda</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>modus</i> «[[τρόπος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόδα Medium diacritics: μόδα Low diacritics: μόδα Capitals: ΜΟΔΑ
Transliteration A: móda Transliteration B: moda Transliteration C: moda Beta Code: mo/da

English (LSJ)

στρώματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».
(II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].