χειριστότερος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_4)
(46)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειριστότερος''': -α, -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ [[χειρότερος]] παρ’ Ἱππ. 25. 12.
|lstext='''χειριστότερος''': -α, -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ [[χειρότερος]] παρ’ Ἱππ. 25. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />[[χειρότερος]], [[ακόμη]] πιο [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφ. τ. του [[χειρότερος]], σχηματισμένος <span style="color: red;"><</span> [[χείριστος]] (το οποίο εκλαμβάνεται ως επίθ. θετ. βαθμού) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκρ. βαθμού].
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1345] = χειρότερος, χείρων, Hippocr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

χειριστότερος: -α, -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ χειρότερος παρ’ Ἱππ. 25. 12.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
χειρότερος, ακόμη πιο κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. του χειρότερος, σχηματισμένος < χείριστος (το οποίο εκλαμβάνεται ως επίθ. θετ. βαθμού) + κατάλ. -τερος του συγκρ. βαθμού].