μηκωνίς: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_6) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikonis | |Transliteration C=mikonis | ||
|Beta Code=mhkwni/s | |Beta Code=mhkwni/s | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[μακωνίς]], ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wild lettuce]], [[Lactuca scariola]], Nic.''Th.''630, ''Inscr.Prien.''171, ''BGU''1118.13; in full, μ. θρίδαξ Gal.13.173.<br><span class="bld">2</span> a form of [[spurge]], Hp.''Int.''7.<br><span class="bld">II</span> as adjective, = [[μηκώνειος]], μακωνίδες ἄρτοι Alcm.74 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηκωνίς''': Δωρ. μᾱκωνίς, ίδος, ἡ, [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου) ἔχοντος ὀπὸν ὅμοιον πρὸς τὸν τῆς μήκωνος, Νικ. Θηρ. 630. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., παρεσκευασμένος | |lstext='''μηκωνίς''': Δωρ. μᾱκωνίς, ίδος, ἡ, [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου) ἔχοντος ὀπὸν ὅμοιον πρὸς τὸν τῆς μήκωνος, Νικ. Θηρ. 630. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., παρεσκευασμένος μετὰ μήκωνος, μακωνίδες ἄρτοι Ἀλκμὰν 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηκωνίς]], -ίδος, δωρ. τ. [[μακωνίς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό της μήκωνος<br /><b>2.</b> [[είδος]] ευφορβίου, ακανθώδους φυτού της Αφρικής<br /><b>3.</b> (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, [[μηκώνειος]] («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[θαμνίς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
Dor. μακωνίς, ίδος, ἡ,
A wild lettuce, Lactuca scariola, Nic.Th.630, Inscr.Prien.171, BGU1118.13; in full, μ. θρίδαξ Gal.13.173.
2 a form of spurge, Hp.Int.7.
II as adjective, = μηκώνειος, μακωνίδες ἄρτοι Alcm.74 B.
German (Pape)
[Seite 172] ίδος, ἡ, θρίδαξ, Mohntätlich, von dem dem Mohn ähnlichen weißen Safte benannt, Sp. Bei Nic. Ther. 630 substantivisch. – Μακωνίδες ἄρτοι, Mohnbrode, Alcman. bei Ath. III, 41 a.
Greek (Liddell-Scott)
μηκωνίς: Δωρ. μᾱκωνίς, ίδος, ἡ, εἶδος θρίδακος (μαρουλίου) ἔχοντος ὀπὸν ὅμοιον πρὸς τὸν τῆς μήκωνος, Νικ. Θηρ. 630. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., παρεσκευασμένος μετὰ μήκωνος, μακωνίδες ἄρτοι Ἀλκμὰν 61.
Greek Monolingual
μηκωνίς, -ίδος, δωρ. τ. μακωνίς, ἡ (Α)
1. είδος μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό της μήκωνος
2. είδος ευφορβίου, ακανθώδους φυτού της Αφρικής
3. (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, μηκώνειος («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + επίθημα -ίς (πρβλ. θαμνίς)].