τετράβραχυς: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6_8)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetravrachys
|Transliteration C=tetravrachys
|Beta Code=tetra/braxus
|Beta Code=tetra/braxus
|Definition=εος, ὁ, a metrical <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foot consisting of four short syllables</b>, = [[προκελευσματικός]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>238</span>.</span>
|Definition=εος, ὁ, a metrical [[foot consisting of four short syllables]], = [[προκελευσματικός]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''238.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράβρᾰχυς''': -εως, ὁ, μετρικὸς ποὺς συγκείμενος ἐκ τεσσάρων βραχειῶν συλλαβῶν, = [[προκελευσματικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 237.
|lstext='''τετράβρᾰχυς''': -εως, ὁ, μετρικὸς ποὺς συγκείμενος ἐκ τεσσάρων βραχειῶν συλλαβῶν, = [[προκελευσματικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 237.
}}
{{grml
|mltxt=-άχεος, ὁ, ΜΑ<br />[[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] βραχείες συλλαβές, αλλ. [[προκελευσματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβρᾰχυς Medium diacritics: τετράβραχυς Low diacritics: τετράβραχυς Capitals: ΤΕΤΡΑΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: tetrábrachys Transliteration B: tetrabrachys Transliteration C: tetravrachys Beta Code: tetra/braxus

English (LSJ)

εος, ὁ, a metrical foot consisting of four short syllables, = προκελευσματικός, Sch.Ar.Av.238.

German (Pape)

[Seite 1096] εος, ὁ, ein aus vier kurzen Sylben bestehender Versfuß, gewöhnlich προκελευσματικός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράβρᾰχυς: -εως, ὁ, μετρικὸς ποὺς συγκείμενος ἐκ τεσσάρων βραχειῶν συλλαβῶν, = προκελευσματικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 237.

Greek Monolingual

-άχεος, ὁ, ΜΑ
μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + βραχύς.