Ποντοπόρεια: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_10) |
(1b) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ποντοπόρεια''': ἡ, Νηρηΐς τις, οἱονεὶ ἡ τὴν θάλασσαν διερχομένη, [[ποντοπόρος]], Ἡσ. Θ. 256· μεταγεν. ὡς ἐπίθετον, ποιητ. θηλ. τοῦ [[ποντοπόρος]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ποντοπορία, ἡ, ἡ διὰ θαλάσσης [[πορεία]], Ἐπιφάν. 275D, κατά τινας γράφεται ποντοπορεία ἐκ τοῦ [[ποντοπορεύω]]. | |lstext='''Ποντοπόρεια''': ἡ, Νηρηΐς τις, οἱονεὶ ἡ τὴν θάλασσαν διερχομένη, [[ποντοπόρος]], Ἡσ. Θ. 256· μεταγεν. ὡς ἐπίθετον, ποιητ. θηλ. τοῦ [[ποντοπόρος]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ποντοπορία, ἡ, ἡ διὰ θαλάσσης [[πορεία]], Ἐπιφάν. 275D, κατά τινας γράφεται ποντοπορεία ἐκ τοῦ [[ποντοπορεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ποντοπόρεια:''' ἡ, η Νηρηΐδα, αυτή που διασχίζει τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Ποντο-πόρεια, ἡ,<br />a [[Nereid]], Sea-traverser, Hes. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 00:05, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Ποντοπόρεια: ἡ, Νηρηΐς τις, οἱονεὶ ἡ τὴν θάλασσαν διερχομένη, ποντοπόρος, Ἡσ. Θ. 256· μεταγεν. ὡς ἐπίθετον, ποιητ. θηλ. τοῦ ποντοπόρος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ποντοπορία, ἡ, ἡ διὰ θαλάσσης πορεία, Ἐπιφάν. 275D, κατά τινας γράφεται ποντοπορεία ἐκ τοῦ ποντοπορεύω.
Greek Monotonic
Ποντοπόρεια: ἡ, η Νηρηΐδα, αυτή που διασχίζει τη θάλασσα, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
Ποντο-πόρεια, ἡ,
a Nereid, Sea-traverser, Hes.