διαβρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavrotikos
|Transliteration C=diavrotikos
|Beta Code=diabrwtiko/s
|Beta Code=diabrwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">corrosive</b>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span> 1.99</span>, Gal.1.280 (Sup.).</span>
|Definition=διαβρωτική, διαβρωτικόν, [[corrosive]], Alex.Aphr.''Pr.'' 1.99, Gal.1.280 (Sup.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[corrosivo]], [[que corroe]] χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.99, ὕλη Steph.<i>in Hp.Progn</i>.252.15, cf. 38<br /><b class="num"></b>subst. τὸ δ. [[el carácter devorador]] del fuego, Chrys.M.63.144.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβρωτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.
|lstext='''διαβρωτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[durchfressend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβρωτικός Medium diacritics: διαβρωτικός Low diacritics: διαβρωτικός Capitals: ΔΙΑΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diabrōtikós Transliteration B: diabrōtikos Transliteration C: diavrotikos Beta Code: diabrwtiko/s

English (LSJ)

διαβρωτική, διαβρωτικόν, corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.

Greek (Liddell-Scott)

διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.

German (Pape)

ή, όν, durchfressend, Sp.