μυσταγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(6_11) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυστᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύησιν, Κύριλλ. Ἱερ. 227. | |lstext='''μυστᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύησιν, Κύριλλ. Ἱερ. 227. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[μυσταγωγικός]], -ή, -όν) [[μυσταγωγός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μυσταγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυσταγωγική [[θεολογία]]» — [[μορφή]] της λειτουργικής η οποία εξετάζει τη [[λειτουργία]] και γενικά τις τελετές όχι [[κατά]] την ιστορική τους [[εξέλιξη]], [[αλλά]] από μυστική [[άποψη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μυστᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύησιν, Κύριλλ. Ἱερ. 227.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α μυσταγωγικός, -ή, -όν) μυσταγωγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγία
νεοελλ.
φρ. «μυσταγωγική θεολογία» — μορφή της λειτουργικής η οποία εξετάζει τη λειτουργία και γενικά τις τελετές όχι κατά την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά από μυστική άποψη.