συνακτός: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synaktos | |Transliteration C=synaktos | ||
|Beta Code=sunakto/s | |Beta Code=sunakto/s | ||
|Definition= | |Definition=συνακτή, συνακτόν, [[collected]], ὕδωρ Porph.''Abst.''1.42. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, [[ὕδωρ]] ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, [[εὐθέως]] μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42. | |lstext='''συνακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, [[ὕδωρ]] ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, [[εὐθέως]] μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
συνακτή, συνακτόν, collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.
Greek (Liddell-Scott)
συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.