κυρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_11) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπικυρῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]], Κλήμ. Ἀλ. 923 (κοινῶς: κυριωτική), κτλ. | |lstext='''κῡρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπικυρῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]], Κλήμ. Ἀλ. 923 (κοινῶς: κυριωτική), κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυρωτικός]], -ή, -όν) [[κυρώ]]<br />αυτός που δίνει [[κύρος]], νομική ισχύ, που επιφέρει [[κύρωση]], [[επιβεβαιωτικός]], [[επικυρωτικός]] («[[κυρωτικός]] [[νόμος]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1538] bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῡρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπικυρῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναιρετικός, Κλήμ. Ἀλ. 923 (κοινῶς: κυριωτική), κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κυρωτικός, -ή, -όν) κυρώ
αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός («κυρωτικός νόμος»).