ζωαρκής: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zoarkis
|Transliteration C=zoarkis
|Beta Code=zwarkh/s
|Beta Code=zwarkh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">life-supporting</b>, αὐγή <span class="title">Milet.</span>6.18 (ii A.D.), cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span> 1.2</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>25.178</span>; χρεία <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1729.17</span>, al.(vi A.D.); <b class="b3">τὰ ζ</b>. <b class="b2">the necessaries of life</b>, Phot.</span>
|Definition=ζωαρκές, [[life-supporting]], αὐγή ''Milet.''6.18 (ii A.D.), cf. Procl.''H.'' 1.2, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 25.178; χρεία ''PLond.''5.1729.17, al.(vi A.D.); <b class="b3">τὰ ζ.</b> [[the necessaries of life]], Phot.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ές, das Leben erhaltend, Nonn. D. 25, 178 u. öfter; ζωαρκῆ – τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα Phot. lex.
}}
{{ls
|lstext='''ζωαρκής''': -ές, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, Πρόκλ. Ὕ. 1. 2, Νόνν. Δ. 25, 178, Χρησμ. Σιβ. 8. 444· τὰ ζωαρκῆ, τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα, Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ζωαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[επαρκής]] στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη [[διατήρηση]] της ζωής, αυτός που αναφέρεται στη [[ζωάρκεια]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ζωαρκῆ</i><br />η [[ζωάρκεια]], τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη [[συντήρηση]] της ζωής, τα επαρκή για τη ζωή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που δίνει ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αρκώ]]), [[πρβλ]]. [[επαρκής]], [[ολιγαρκής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωαρκής Medium diacritics: ζωαρκής Low diacritics: ζωαρκής Capitals: ΖΩΑΡΚΗΣ
Transliteration A: zōarkḗs Transliteration B: zōarkēs Transliteration C: zoarkis Beta Code: zwarkh/s

English (LSJ)

ζωαρκές, life-supporting, αὐγή Milet.6.18 (ii A.D.), cf. Procl.H. 1.2, Nonn. D. 25.178; χρεία PLond.5.1729.17, al.(vi A.D.); τὰ ζ. the necessaries of life, Phot.

German (Pape)

[Seite 1142] ές, das Leben erhaltend, Nonn. D. 25, 178 u. öfter; ζωαρκῆ – τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

ζωαρκής: -ές, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, Πρόκλ. Ὕ. 1. 2, Νόνν. Δ. 25, 178, Χρησμ. Σιβ. 8. 444· τὰ ζωαρκῆ, τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα, Φώτ.

Greek Monolingual

-ές (AM ζωαρκής, -ές)
1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση της ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ
η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση της ζωής, τα επαρκή για τη ζωή
μσν.-αρχ.
αυτός που δίνει ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αρκής (< αρκώ), πρβλ. επαρκής, ολιγαρκής].