μηλόμελι: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=milomeli | |Transliteration C=milomeli | ||
|Beta Code=mhlo/meli | |Beta Code=mhlo/meli | ||
|Definition=ιτος, τό, | |Definition=ιτος, τό, [[honey flavoured with quince]], Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλόμελι''': -ιτος, τό, [[μέλι]] παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39. | |lstext='''μηλόμελι''': -ιτος, τό, [[μέλι]] παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλόμελι]], -ιτος, το (Α)<br />[[μέλι]] που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ([[πρβλ]]. [[κυδωνόμελι]], [[υδρόμελι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ιτος, τό, honey flavoured with quince, Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.
German (Pape)
[Seite 173] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc., sonst κυδωνόμελι.
Greek (Liddell-Scott)
μηλόμελι: -ιτος, τό, μέλι παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39.
Greek Monolingual
μηλόμελι, -ιτος, το (Α)
μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνόμελι, υδρόμελι)].