καλλιρόας: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιρόας''': ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον [[ποτὶ]] καλλιρόαν [[αὐτόθι]] 96.
|lstext='''καλλιρόας''': ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον [[ποτὶ]] καλλιρόαν [[αὐτόθι]] 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιρόας]], ὁ (Α)<br />ο [[καλλίρρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥοή</i>, [[πρβλ]]. δωρ. τ. <i>ῥοά</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[ακαμαντορόας]]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιρόας en καλλίροος -οον poët. voor καλλίρροος.
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρόας: ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον ποτὶ καλλιρόαν αὐτόθι 96.

Greek Monolingual

καλλιρόας, ὁ (Α)
ο καλλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ροας (< ῥοή, πρβλ. δωρ. τ. ῥοά < ῥέω), πρβλ. ακαμαντορόας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιρόας en καλλίροος -οον poët. voor καλλίρροος.