ἐμφανιστής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emfanistis
|Transliteration C=emfanistis
|Beta Code=e)mfanisth/s
|Beta Code=e)mfanisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">informer</b>, Aristeas <span class="bibl">167</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTaur.</span> 1.8</span> (ii B. C.).</span>
|Definition=ἐμφανιστοῦ, ὁ, [[informer]], Aristeas 167, ''PTaur.'' 1.8 (ii B. C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[delator]] τοὺς ἐμφανιστὰς οἴομαι σε λέγειν Aristeas 167.<br /><b class="num">2</b> jur. [[denunciante]] ἐμφανιστοῦ καὶ κατηγόρου τάξιν ἔχοντα <i>PTor.Choachiti</i> 12.8.12, cf. 32 (II a.C.), <i>BGU</i> 1141.8 (I a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφᾰνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐμφανίζων, [[καταγγέλλω]], Ἐκκλ.
|lstext='''ἐμφᾰνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐμφανίζων, [[καταγγέλλω]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐμφανιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />χημικό [[παρασκεύασμα]] με το οποίο γίνεται η [[εμφάνιση]] φωτογραφικών πλακών<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατήγορος]], αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανιστής Medium diacritics: ἐμφανιστής Low diacritics: εμφανιστής Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: emphanistḗs Transliteration B: emphanistēs Transliteration C: emfanistis Beta Code: e)mfanisth/s

English (LSJ)

ἐμφανιστοῦ, ὁ, informer, Aristeas 167, PTaur. 1.8 (ii B. C.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 delator τοὺς ἐμφανιστὰς οἴομαι σε λέγειν Aristeas 167.
2 jur. denunciante ἐμφανιστοῦ καὶ κατηγόρου τάξιν ἔχοντα PTor.Choachiti 12.8.12, cf. 32 (II a.C.), BGU 1141.8 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 819] ὁ, der Kundmacher, Angeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐμφανίζων, καταγγέλλω, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (Α ἐμφανιστής)
νεοελλ.
χημικό παρασκεύασμα με το οποίο γίνεται η εμφάνιση φωτογραφικών πλακών
αρχ.
κατήγορος, αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει κάποιον ή κάτι.