ληκυθουργός: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(1ba)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκῠθουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.
|lstext='''ληκῠθουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ληκυθουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λήκυθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληκῠθουργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ληκῠθ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[making]] oil-flasks, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 03:25, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.

Greek Monolingual

ληκυθουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ληκῠθουργός: -όν (ἔργω), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ληκῠθ-ουργός, όν [*ἔργω
making oil-flasks, Plut.