κυανοβόστρυχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰνοβόστρυχος''': -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ. | |lstext='''κυᾰνοβόστρυχος''': -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυανοβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]» ([[πρβλ]]. [[ελικοβόστρυχος]], [[μυροβόστρυχος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 24 August 2021
German (Pape)
[Seite 1521] schwarzlockig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβόστρυχος: -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυανοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικοβόστρυχος, μυροβόστρυχος)].