ἀξιόπλοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_17)
m (Text replacement - "werth" to "wert")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] [[στέφανος]], des Windens werth, Ignat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] [[στέφανος]], des Windens wert, Ignat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξιόπλοκος''': -ον, ὁ [[ἀξίως]] πεπλεγμένος, [[στέφανος]] Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.
|lstext='''ἀξιόπλοκος''': -ον, ὁ [[ἀξίως]] πεπλεγμένος, [[στέφανος]] Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[convenientemente entrelazado]] στέφανος Ign.<i>Magn</i>.13.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀξιόπλοκος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει επάξια πλεχθεί («[[αξιόπλοκος]] [[στέφανος]]», Ιγνάτιος Θεοφ.)
}}
}}

Latest revision as of 13:12, 11 March 2024

German (Pape)

[Seite 270] στέφανος, des Windens wert, Ignat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόπλοκος: -ον, ὁ ἀξίως πεπλεγμένος, στέφανος Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.

Spanish (DGE)

-ον convenientemente entrelazado στέφανος Ign.Magn.13.1.

Greek Monolingual

ἀξιόπλοκος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάξια πλεχθεί («αξιόπλοκος στέφανος», Ιγνάτιος Θεοφ.)