κοιλιόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6_17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλιόδουλος''': -ον, καὶ κοιλιολάτρης, ὁ, [[δοῦλος]], [[λάτρις]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] κοιλίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1065, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 46D, Βυζ.
|lstext='''κοιλιόδουλος''': -ον, καὶ κοιλιολάτρης, ὁ, [[δοῦλος]], [[λάτρις]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] κοιλίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1065, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 46D, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κοιλιόδουλη (AM [[κοιλιόδουλος]], ό)<br />[[δούλος]] της κοιλιάς, του στομαχιού, [[λαίμαργος]], [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δούλος]] ([[πρβλ]]. [[γαστρί]]-<i>δουλος</i>, [[μισθό]]-<i>δουλος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, der Sklave seines Bauches, Sp.; auch κοιλιολάτρης.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιόδουλος: -ον, καὶ κοιλιολάτρης, ὁ, δοῦλος, λάτρις τῆς ἑαυτοῦ κοιλίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1065, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 46D, Βυζ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοιλιόδουλη (AM κοιλιόδουλος, ό)
δούλος της κοιλιάς, του στομαχιού, λαίμαργος, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δούλος (πρβλ. γαστρί-δουλος, μισθό-δουλος)].