σχοινόπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schoinoplektos
|Transliteration C=schoinoplektos
|Beta Code=sxoino/plektos
|Beta Code=sxoino/plektos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plaited of rushes</b>, ἄγγος <span class="bibl">Arar.8</span>.</span>
|Definition=σχοινόπλεκτον, [[plaited of rushes]], ἄγγος Arar.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον [[ἄγγος]] Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
|lstext='''σχοινόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον [[ἄγγος]] Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[κισσόπλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινόπλεκτος Medium diacritics: σχοινόπλεκτος Low diacritics: σχοινόπλεκτος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: schoinóplektos Transliteration B: schoinoplektos Transliteration C: schoinoplektos Beta Code: sxoino/plektos

English (LSJ)

σχοινόπλεκτον, plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.

German (Pape)

[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσόπλεκτος].