κριοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kriokefalos
|Transliteration C=kriokefalos
|Beta Code=krioke/falos
|Beta Code=krioke/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ram-headed</b>, Hermes Trism.in <span class="title">Rev.Phil.</span>32.254.</span>
|Definition=κριοκέφαλον, [[ram-headed]], Hermes Trism.in ''Rev.Phil.''32.254.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑοκέφᾰλος''': -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, [[κριοκέφαλος]] [[Ἄμμων]] Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.
|lstext='''κρῑοκέφᾰλος''': -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, [[κριοκέφαλος]] [[Ἄμμων]] Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κριοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κεραμβυκίδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] κριαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[αιγοκέφαλος]], [[βουκέφαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑοκέφαλος Medium diacritics: κριοκέφαλος Low diacritics: κριοκέφαλος Capitals: ΚΡΙΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: krioképhalos Transliteration B: kriokephalos Transliteration C: kriokefalos Beta Code: krioke/falos

English (LSJ)

κριοκέφαλον, ram-headed, Hermes Trism.in Rev.Phil.32.254.

German (Pape)

[Seite 1510] mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, κριοκέφαλος Ἄμμων Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγοκέφαλος, βουκέφαλος.