ψηλαφίνδα: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psilafinda | |Transliteration C=psilafinda | ||
|Beta Code=yhlafi/nda | |Beta Code=yhlafi/nda | ||
|Definition= | |Definition=[[παίζειν]], play [[blind-man's-buff]], Phryn.''PS''p.128B (-ίνδρα cod.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψηλᾰφίνδᾰ''': παίζειν, [[παιδιά]] τις ὁμοία πρὸς τὴν κοινῶς «τυφλομῦγαν», «[[ψηλαφίνδα]]: [[παιδιά]] τίς ἐστιν, [[ἑνός]] τινος δεδεμένου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς ἐν κύκλῳ ψηλαφῶντος καὶ λέγοντος [[τοὔνομα]]» Α. Β. 73, 18. | |lstext='''ψηλᾰφίνδᾰ''': παίζειν, [[παιδιά]] τις ὁμοία πρὸς τὴν κοινῶς «τυφλομῦγαν», «[[ψηλαφίνδα]]: [[παιδιά]] τίς ἐστιν, [[ἑνός]] τινος δεδεμένου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς ἐν κύκλῳ ψηλαφῶντος καὶ λέγοντος [[τοὔνομα]]» Α. Β. 73, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] ομαδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψηλαφῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. [[κρυπτίνδα]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
παίζειν, play blind-man's-buff, Phryn.PSp.128B (-ίνδρα cod.).
German (Pape)
[Seite 1397] adv., gew. mit παίζειν, ein Spiel, wie unser Blindekuh spielen, wobei Einer mit verbundenen Augen einen Andern in der Gesellschaft greifen, u., wenn er ihn ergriffen hat, nennen muß, Phryn. in B. A. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ψηλᾰφίνδᾰ: παίζειν, παιδιά τις ὁμοία πρὸς τὴν κοινῶς «τυφλομῦγαν», «ψηλαφίνδα: παιδιά τίς ἐστιν, ἑνός τινος δεδεμένου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς ἐν κύκλῳ ψηλαφῶντος καὶ λέγοντος τοὔνομα» Α. Β. 73, 18.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος ομαδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα)].