Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυρώματα: Difference between revisions

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128
(6_21)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''θῠρώματα:''' τά<br /><b class="num">1</b> дверь, преимущ. створчатая: διξὰ [[θυρώματα]] Her. пара дверей, по друг. пара комнат с дверьми;<br /><b class="num">2</b> [[дверь с дверной рамой]] Thuc., Lys., Dem., Diod.: ὀροφαὶ καὶ [[θυρώματα]] Thuc., Plut. кровельный и дверной материал;<br /><b class="num">3</b> [[деревянный щит]] (διαφραξαι τὸν τόπον θυρώμασι καὶ πέτροις Diod.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρώματα''': τά, ([[θυρόω]]) [[δωμάτιον]] [[μετὰ]] θυρῶν, [[κοιτών]], Ἡρόδ. 2. 169. ΙΙ. [[θύρα]] [[μετὰ]] τῶν παραστάδων, τοῦ πλαισίου καὶ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων, Θουκ. 3. 68, Λυσ. 154. 38, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Δημ. 568. 17, κτλ.· τὰ θυρ. ἀποσπάσας ὁ αὐτ. 845. 19: ― ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160 78. 2) [[καθόλου]], [[πινακίς]], Διωτογένης Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 251. 22, Ἀρχύτ. παρὰ τῷ αὐτῷ 269. 19. ΙΙΙ. παράθυρον, ἴδε Πλούτ. 2. 273Β. ― Τὸ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''θυρώματα''': τά, ([[θυρόω]]) [[δωμάτιον]] [[μετὰ]] θυρῶν, [[κοιτών]], Ἡρόδ. 2. 169. ΙΙ. [[θύρα]] [[μετὰ]] τῶν παραστάδων, τοῦ πλαισίου καὶ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων, Θουκ. 3. 68, Λυσ. 154. 38, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Δημ. 568. 17, κτλ.· τὰ θυρ. ἀποσπάσας ὁ αὐτ. 845. 19: ― ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160 78. 2) [[καθόλου]], [[πινακίς]], Διωτογένης Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 251. 22, Ἀρχύτ. παρὰ τῷ αὐτῷ 269. 19. ΙΙΙ. παράθυρον, ἴδε Πλούτ. 2. 273Β. ― Τὸ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυρώματα:''' τά ([[θυρόω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δωμάτιο]] με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, [[κάμαρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θύρωματα, τά, [[θυρόω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[room]] with doors to it, a [[chamber]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> a [[door]] with posts and [[frame]], Thuc., Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[θύρωμα]]) [[door]]
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 25 November 2022

Russian (Dvoretsky)

θῠρώματα: τά
1 дверь, преимущ. створчатая: διξὰ θυρώματα Her. пара дверей, по друг. пара комнат с дверьми;
2 дверь с дверной рамой Thuc., Lys., Dem., Diod.: ὀροφαὶ καὶ θυρώματα Thuc., Plut. кровельный и дверной материал;
3 деревянный щит (διαφραξαι τὸν τόπον θυρώμασι καὶ πέτροις Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρώματα: τά, (θυρόω) δωμάτιον μετὰ θυρῶν, κοιτών, Ἡρόδ. 2. 169. ΙΙ. θύρα μετὰ τῶν παραστάδων, τοῦ πλαισίου καὶ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων, Θουκ. 3. 68, Λυσ. 154. 38, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Δημ. 568. 17, κτλ.· τὰ θυρ. ἀποσπάσας ὁ αὐτ. 845. 19: ― ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160 78. 2) καθόλου, πινακίς, Διωτογένης Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 251. 22, Ἀρχύτ. παρὰ τῷ αὐτῷ 269. 19. ΙΙΙ. παράθυρον, ἴδε Πλούτ. 2. 273Β. ― Τὸ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monotonic

θυρώματα: τά (θυρόω),
I. δωμάτιο με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, κάμαρα, σε Ηρόδ.
II. πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.

Middle Liddell

θύρωματα, τά, θυρόω
I. a room with doors to it, a chamber, Hdt.
II. a door with posts and frame, Thuc., Dem.

English (Woodhouse)

(see also: θύρωμα) door

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)