ἀπαύλια: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apaylia | |Transliteration C=apaylia | ||
|Beta Code=a)pau/lia | |Beta Code=a)pau/lia | ||
|Definition=ων, τά, (αὐλή) | |Definition=ων, τά, ([[αὐλή]]) [[sleeping alone]], esp. the night before the wedding, when the bridegroom slept alone in the father-in-law's house, Poll.3.39; cf. [[ἐπαύλια]]:—''EM''119.14 is confused. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἀπαυλία]], -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπαύλια]], -ων, τά Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[vigilia]] o [[noche que pasa solo]] el [[novio]] la [[víspera]] de la [[boda]] en [[casa]] del [[suegro]], Poll.3.39.<br /><b class="num">2</b> [[noche de bodas]] Hsch., <i>EM</i> 119.16G., cf. [[ἐπαυλία]] 1 y [[ἐπαύλιον]] II. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαύλια''': -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, [[κυρίως]] κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ [[νυμφίος]] ἐκοιμᾶτο [[μόνος]] ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν | |lstext='''ἀπαύλια''': -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, [[κυρίως]] κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ [[νυμφίος]] ἐκοιμᾶτο [[μόνος]] ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν Πολυδ. Γ΄, 39, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. Ἀλλὰ σύγχυσίς τις φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐν ταῖς προθέσεσι, [[διότι]] ἀπαντῶμεν [[ἀπαύλια]] καὶ ἐπαύλια [[συγκεχυμένως]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ων, τά, (αὐλή) sleeping alone, esp. the night before the wedding, when the bridegroom slept alone in the father-in-law's house, Poll.3.39; cf. ἐπαύλια:—EM119.14 is confused.
Spanish (DGE)
ἀπαυλία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπαύλια, -ων, τά Hsch.
1 vigilia o noche que pasa solo el novio la víspera de la boda en casa del suegro, Poll.3.39.
2 noche de bodas Hsch., EM 119.16G., cf. ἐπαυλία 1 y ἐπαύλιον II.
German (Pape)
[Seite 282] ίων, τά, das Alleinschlafen, nach Poll. 3, 39 der Tag vor der Hochzeit, wo der Bräutigam in des Schwiegervaters Hause allein schläft; nach E. M. der Tag, von dem an die Braut nicht mehr in des Vaters Hause schläft, s. ἐπαύλια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαύλια: -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, κυρίως κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ νυμφίος ἐκοιμᾶτο μόνος ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, ὡσαύτως καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν Πολυδ. Γ΄, 39, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. Ἀλλὰ σύγχυσίς τις φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐν ταῖς προθέσεσι, διότι ἀπαντῶμεν ἀπαύλια καὶ ἐπαύλια συγκεχυμένως.