πιλητός: Difference between revisions
πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pilitos | |Transliteration C=pilitos | ||
|Beta Code=pilhto/s | |Beta Code=pilhto/s | ||
|Definition= | |Definition=πιλητή, πιλητόν,<br><span class="bld">A</span> [[made of felt]], κτήματα Pl.''Ti.''74b, Gal.''UP''6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[πίλοις]].<br><span class="bld">II</span> generally, [[compressible]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385a17, 387a15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[fait de laine foulée]].<br />'''Étymologie:''' [[πιλέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πιλητός -ή -όν [πιλέω] [[van vilt]], [[vilten]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῑλητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сделанный из валяной шерсти]], [[войлочный]] (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[сжимаемый]] (σώματα Arst.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από [[πίλημα]] ή με [[πίληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να υποστεί [[πίληση]], [[συμπιεστός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑλητός''': -ή, -όν, ([[πιλέω]]) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. [[πιλωτός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπερ]] [[ὅταν]] πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν [[σχῆμα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23. | |lstext='''πῑλητός''': -ή, -όν, ([[πιλέω]]) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. [[πιλωτός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπερ]] [[ὅταν]] πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν [[σχῆμα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[made of felt]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
πιλητή, πιλητόν,
A made of felt, κτήματα Pl.Ti.74b, Gal.UP6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες D.S.17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. s.v. πίλοις.
II generally, compressible, Arist.Mete.385a17, 387a15.
German (Pape)
[Seite 615] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de laine foulée.
Étymologie: πιλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιλητός -ή -όν [πιλέω] van vilt, vilten.
Russian (Dvoretsky)
πῑλητός:
1 сделанный из валяной шерсти, войлочный (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);
2 сжимаемый (σώματα Arst.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση
2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλητός: -ή, -όν, (πιλέω) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. πιλωτός. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ ὅταν πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν σχῆμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23.