ἴσθμιος: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(7)
 
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isthmios
|Transliteration C=isthmios
|Beta Code=i)/sqmios
|Beta Code=i)/sqmios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1098</span> (lyr.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">belonging to the Isthmus, Isthmian</b>, Ποτειδᾶν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.4</span>; χθών <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>940</span>.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον E.''Tr.''1098 (lyr.):—of or belonging to the [[Isthmus]], [[Isthmian]], Ποτειδᾶν Pi.''O.''13.4; χθών [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''940.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de l'isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ [[Ἴσθμια]] ([[ἱερά]]) les jeux isthmiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσθμός]].
}}
{{ls
|lstext='''ἴσθμιος''': -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, [[Ἰσθμικός]], Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἴσθμιος]], -ία, -ιον, θηλ. και [[ίσθμιος]] [[ισθμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, [[ισθμικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ [[Ἴσθμια]] (ενν. <i>ἰερά</i>)<br />αγώνες που τελούνταν [[κάθε]] δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἴσθμια</i><br />τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ἴσθμιον]]<br />α) [[καθετί]] που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το [[περιδέραιο]] β) ο [[λαιμός]] του αμφορέα<br />γ) [[στόμιο]] πηγαδιού<br />δ) [[μέρος]] του μαχαιριού, πιθ. η [[λαβή]]<br />δ) [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στενή [[λωρίδα]] ξηράς [[μεταξύ]] δύο θαλασσών, [[ισθμός]]<br />ε) [[είδος]] φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία [[βάση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴσθμιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, Ισθμικός, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον Ισθμό, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἴσθμιος]], η, ον<br />Isthmian, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσθμιος Medium diacritics: ἴσθμιος Low diacritics: ίσθμιος Capitals: ΙΣΘΜΙΟΣ
Transliteration A: ísthmios Transliteration B: isthmios Transliteration C: isthmios Beta Code: i)/sqmios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Tr.1098 (lyr.):—of or belonging to the Isthmus, Isthmian, Ποτειδᾶν Pi.O.13.4; χθών S.OT940.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l'isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ Ἴσθμια (ἱερά) les jeux isthmiques.
Étymologie: ἰσθμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσθμιος: -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, Ἰσθμικός, Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἴσθμιος, -ία, -ιον, θηλ. και ίσθμιος ισθμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, ισθμικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά)
αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσθμια
τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἴσθμιον
α) καθετί που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το περιδέραιο β) ο λαιμός του αμφορέα
γ) στόμιο πηγαδιού
δ) μέρος του μαχαιριού, πιθ. η λαβή
δ) κατά τον Ησύχ. στενή λωρίδα ξηράς μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός
ε) είδος φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία βάση.

Greek Monotonic

ἴσθμιος: -α, -ον ή -ος, -ον, Ισθμικός, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον Ισθμό, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἴσθμιος, η, ον
Isthmian, Soph.