ὑπερώϊος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoios | |Transliteration C=yperoios | ||
|Beta Code=u(perw/i+os | |Beta Code=u(perw/i+os | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, v. [[ὑπερῷος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[ὑπερῷος]]. | |btext=v. [[ὑπερῷος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερώιος]], -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερώα]] (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια [[απόφυση]]» γ. «υπερώια [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπερώιο [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> η μαλακή [[υπερώα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ὑπερῴος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υπερώα]], ενώ με την αρχ. σημ. [[είναι]] παρλλ. του [[ὑπερῷος]]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερώϊος:''' Hom. = [[ὑπερῷος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 24 August 2022
English (LSJ)
η, ον, v. ὑπερῷος.
German (Pape)
[Seite 1205] s. ὑπερῷος.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπερῷος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερώϊος: Hom. = ὑπερῷος.