φύλακος: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] ὁ, poet. u. ion. statt [[φύλαξ]]; Il. 24, 566 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 132; oft bei Her., z. B. im sing. 1, 84. 2, 113. Nach Aristarch ist [[φυλακός]] zu betonen; Philem. lex. 269 p. 189 Schol. Il. 24, 566. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] ὁ, poet. u. ion. statt [[φύλαξ]]; Il. 24, 566 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 132; oft bei Her., z. B. im sing. 1, 84. 2, 113. Nach Aristarch ist [[φυλακός]] zu betonen; Philem. lex. 269 p. 189 Schol. Il. 24, 566. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φυλακός]].<br /><span class="bld">2</span><i>gén. sg. de</i> [[φύλαξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύλᾰκος:''' или φῠλᾰκός ὁ Hom., Her., Theocr. = [[φύλαξ]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύλακος''': [ῠ], ὁ, (καὶ φυλακὸς καθ’ Ἡρῳδιαν.) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[φύλαξ]], οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι Ἰλ. Ω. 566, καὶ | |lstext='''φύλακος''': [ῠ], ὁ, (καὶ φυλακὸς καθ’ Ἡρῳδιαν.) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[φύλαξ]], οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι Ἰλ. Ω. 566, καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ. π. χ. κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο [[φύλακος]] 1. 84. κάτισον τῶν δορυφόρων ἐπὶ πάσῃσι τῇσι πύλῃσι φυλάκους 89., 2. 113. ΙΙ. Φύλακος, ὁ, ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Φύλακον δ’ ἕλε λήῑτος [[ἥρως]] φεύγοντ’ Ἰλ. Ζ. 35· Ὀδ. Ο 231· οὕτω Φυλάκη, διακρινόμενον διὰ τοῦ τονισμοῦ ἀπὸ τοῦ προσηγ. [[φυλακή]], (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε La Roche Text-Krunk, σ. 376). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Autenrieth | ||
| | |auten== [[φύλαξ]], pl., Il. 24.566†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άκου, ὁ, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) [[φύλακας]], [[φρουρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[φύλαξ]], με [[μετάσταση]] στη θεματική [[κλίση]], ο [[οποίος]] απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>purako</i>. Η λ. χρησιμοποιείται και ως ανθρωπωνύμιο]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, poet. u. ion. statt φύλαξ; Il. 24, 566 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 132; oft bei Her., z. B. im sing. 1, 84. 2, 113. Nach Aristarch ist φυλακός zu betonen; Philem. lex. 269 p. 189 Schol. Il. 24, 566.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
c. φυλακός.
2gén. sg. de φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
φύλᾰκος: или φῠλᾰκός ὁ Hom., Her., Theocr. = φύλαξ II.
Greek (Liddell-Scott)
φύλακος: [ῠ], ὁ, (καὶ φυλακὸς καθ’ Ἡρῳδιαν.) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ φύλαξ, οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι Ἰλ. Ω. 566, καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ. π. χ. κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο φύλακος 1. 84. κάτισον τῶν δορυφόρων ἐπὶ πάσῃσι τῇσι πύλῃσι φυλάκους 89., 2. 113. ΙΙ. Φύλακος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα Φύλακον δ’ ἕλε λήῑτος ἥρως φεύγοντ’ Ἰλ. Ζ. 35· Ὀδ. Ο 231· οὕτω Φυλάκη, διακρινόμενον διὰ τοῦ τονισμοῦ ἀπὸ τοῦ προσηγ. φυλακή, (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε La Roche Text-Krunk, σ. 376).
English (Autenrieth)
= φύλαξ, pl., Il. 24.566†.
Greek Monolingual
-άκου, ὁ, Α
(επικ. και ιων. τ.) φύλακας, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φύλαξ, με μετάσταση στη θεματική κλίση, ο οποίος απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. purako. Η λ. χρησιμοποιείται και ως ανθρωπωνύμιο].