μετάσταση

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετάστασις)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεθίστημι, η μετάβαση σε άλλο τόπο, η μετακίνηση, η μετατόπιση («η μετάσταση τών μηχανημάτων απαιτεί ειδικό γερανό»)
2. ιατρ. η εμφάνιση σε σημείο του οργανισμού ενός παθολογικού φαινομένου πανομοιότυπου με εκείνο που υπάρχει ήδη σε άλλο σημείο του σώματος (α. «μετάσταση καρκίνου» β. «μετάσταση φλεγμονής»)
3. η αναχώρηση από αυτή τη ζωή, ο θάνατοςμετάσταση της Παναγίας» — η κοίμηση της Παναγίας
νεοελλ.
αποχώρηση από μια παράταξη, μια ιδεολογία ή ένα κόμμα και προσχώρηση σε άλλη παράταξη ή άλλο κόμμα («παρατηρήθηκαν μεταστάσεις βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος προς την αντιπολίτευση»)
αρχ.
1. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αυτός που μιλά, επειδή αναγκάζεται να ομολογήσει ότι έκανε μια πράξη, αποδίδει την αιτία της στην τύχη ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή και πράγμα που δεν έχει σχέση με αυτόν
2. αναγωγή ή μετάθεση σε κάποια υποθετική κατάσταση
3. μετάβαση σε άλλο τόπο, μετανάστευση, μετοίκηση
4. ιατρ. εξάρθρωση
5. εξορία
6. (για τη σκηνή του θεάτρου) έξοδος ή αποχώρηση του χορού της τραγωδίας
7. μεταβολή της πολιτικής κατάστασης ή του πολιτεύματος, μεταπολίτευση («εἰς κρίσιν ἄγων τὸν ἐπιβουλεύοντα βιαίου πολιτείας μεταστάσεως», Πλάτ.)
8. αντεπανάσταση («ἐκ στάσεως μετάστασις», Θουκ.)
9. (γενικά) μεταβολή, αλλαγή («θυμῷ μετάστασιν δίδου», Σοφ.)
10. φρ. «ἡλίου μετάστασις» — η έκλειψη του Ηλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθ-ίστημι (πρβλ. καθ-ίστημι: κατά-στασις, αν-ίστημι: ανά-στασις)].