Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalytis
|Transliteration C=katalytis
|Beta Code=katalu/ths
|Beta Code=katalu/ths
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lodger, stranger</b>, <span class="bibl">Plb.2.15.6</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">arbitrator</b>, IG5(2).357.15.</span>
|Definition=[ῠ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[lodger]], [[stranger]], Plb.2.15.6, Plu.''Sull.''25.<br><span class="bld">II</span> [[arbitrator]], IG5(2).357.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταλύτης -ου, ὁ [καταλύω] [[ingekwartierde soldaat]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταλύτης:''' ου (ῠ) ὁ [[постоялец]], [[заезжий]], [[гость]] Polyb., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλύτης''': ῠ, ου, ὁ, καταλύων, [[ξένος]], τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), [[καθαιρέτης]], [[καταστροφεύς]], ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., [[ἔνθα]] ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος [[τύπος]].
|lstext='''καταλύτης''': ῠ, ου, ὁ, καταλύων, [[ξένος]], τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), [[καθαιρέτης]], [[καταστροφεύς]], ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., [[ἔνθα]] ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος [[τύπος]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου () :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
|mltxt=ο (Α [[καταλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[σώμα]] που προκαλεί καταλυτική [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλύει [[κοντά]] σε κάποιον, φιλοξενούμενος<br /><b>2.</b> [[διαιτητής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύτης Medium diacritics: καταλύτης Low diacritics: καταλύτης Capitals: ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: katalýtēs Transliteration B: katalytēs Transliteration C: katalytis Beta Code: katalu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,
A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25.
II arbitrator, IG5(2).357.15.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui descend dans une hôtellerie ou qui séjourne chez qqn.
Étymologie: καταλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλύτης -ου, ὁ [καταλύω] ingekwartierde soldaat.

Russian (Dvoretsky)

καταλύτης: ου (ῠ) ὁ постоялец, заезжий, гость Polyb., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.

Greek Monolingual

ο (Α καταλύτης)
νεοελλ.
χημ. σώμα που προκαλεί καταλυτική δράση
αρχ.
1. αυτός που καταλύει κοντά σε κάποιον, φιλοξενούμενος
2. διαιτητής.