διυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(Bailly1_2)
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diylizo
|Transliteration C=diylizo
|Beta Code=diuli/zw
|Beta Code=diuli/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strain, filter thoroughly</b>, <b class="b3">οἶνον</b> Mim. <span class="title">Oxy.</span>413.154, Dsc.5.72, <span class="bibl">Artem.4.48</span>:—Pass., διυλισμένος οἶνος <span class="bibl">LXX <span class="title">Am.</span>6.6</span>: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>69a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">strain off</b>, κώνωπα <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>23.24</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[strain]], [[filter thoroughly]], [[οἶνον]] Mim. ''Oxy.''413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος [[LXX]] ''Am.''6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.''Ti.''69a.<br><span class="bld">II</span> [[strain off]], κώνωπα ''Ev.Matt.''23.24.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[filtrar completamente]], [[decantar]], [[colar]] líquidos οἶνον <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα <i>Eu.Matt</i>.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος [[LXX]] <i>Am</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> [[purificar]], [[refinar]] en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων [[γένη]] διυλισμένα tipos de causas que se han decantado</i> Pl.<i>Ti</i>.69a<br /><b class="num"></b>part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas</i> Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32.
}}
{{bailly
|btext=[[passer à la chausse]], [[clarifier]], [[purifier]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑλίζω]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[durchseihen]], [[abklären]]</i>; [[οἶνον]] Plut. <i>Symp</i>. 6.7.1, und andere Spätere; auch überh., ἀρετὰ διυλισμένα Theag. bei Stob. <i>Flor</i>. 1.73 [[neben]] [[εἰλικρινής]].
}}
{{elru
|elrutext='''διῡλίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[процеживать]], [[очищать]] (''[[sc.]]'' [[οἶνον]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[отцеживать]] (τὸν κώνωπα NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
|lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=passer à la chausse, clarifier, purifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑλίζω]].
|mltxt=(AM [[διυλίζω]])<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] ένα [[υγρό]] από τις [[τυχόν]] ξένες ουσίες, [[σουρώνω]], [[στραγγίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρίζω]] [[οτιδήποτε]] από τις ξένες ουσίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διῡλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], <i>τι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Latest revision as of 07:07, 28 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διῡλίζω Medium diacritics: διυλίζω Low diacritics: διυλίζω Capitals: ΔΙΥΛΙΖΩ
Transliteration A: diulízō Transliteration B: diulizō Transliteration C: diylizo Beta Code: diuli/zw

English (LSJ)

A strain, filter thoroughly, οἶνον Mim. Oxy.413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.Ti.69a.
II strain off, κώνωπα Ev.Matt.23.24.

Spanish (DGE)

1 filtrar completamente, decantar, colar líquidos οἶνον Mim.Fr.Pap.Adult.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα Eu.Matt.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6.
2 purificar, refinar en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.Strom.2.20.116
fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα tipos de causas que se han decantado Pl.Ti.69a
part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas Ps.Archyt.Pyth.Hell.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo Clem.Al.Paed.1.6.32.

French (Bailly abrégé)

passer à la chausse, clarifier, purifier.
Étymologie: διά, ὑλίζω.

German (Pape)

[ῡ], durchseihen, abklären; οἶνον Plut. Symp. 6.7.1, und andere Spätere; auch überh., ἀρετὰ διυλισμένα Theag. bei Stob. Flor. 1.73 neben εἰλικρινής.

Russian (Dvoretsky)

διῡλίζω:
1 процеживать, очищать (sc. οἶνον Plut.);
2 отцеживать (τὸν κώνωπα NT).

Greek (Liddell-Scott)

διῡλίζω: στραγγίζω, καθαρίζω, «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος οἶνος Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. καθαρίζω, τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.

Greek Monolingual

(AM διυλίζω)
1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω
2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
αρχ.
καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες ουσίες.

Greek Monotonic

διῡλίζω: μέλ. -σω, στραγγίζω, φιλτράρω, τι, σε Καινή Διαθήκη