ἐγρηγόρως: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[ἐγρηγορότως]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγρηγόρως''': [[ἀγρύπνως]], Λουκ. Ἑρμ. 1, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 182 κτλ.
|lstext='''ἐγρηγόρως''': [[ἀγρύπνως]], Λουκ. Ἑρμ. 1, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 182 κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[ἐγρηγορότως]].
|elrutext='''ἐγρηγόρως:''' Plut. = [[ἐγρηγορότως]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἐγρηγορότως.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγόρως: ἀγρύπνως, Λουκ. Ἑρμ. 1, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 182 κτλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγρηγόρως: Plut. = ἐγρηγορότως.