ἐκσυρίσσω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσῡρίσσω''': Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― [[ἐκπέμπω]] σφοδρὸν συριγμόν, καί τις [[δράκων]] [[ὑπερμεγέθης]]... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.
|lstext='''ἐκσῡρίσσω''': Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― [[ἐκπέμπω]] σφοδρὸν συριγμόν, καί τις [[δράκων]] [[ὑπερμεγέθης]]... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]].
|lsmtext='''ἐκσῡρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να κατέβει από τη [[σκηνή]] με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. -ξω<br />to [[hiss]] off the [[stage]], Lat. explodere, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 21 September 2023

French (Bailly abrégé)

réc. c. ἐκσυρίττω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσῡρίσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― ἐκπέμπω σφοδρὸν συριγμόν, καί τις δράκων ὑπερμεγέθης... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.

Greek Monotonic

ἐκσῡρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αναγκάζω κάποιον να κατέβει από τη σκηνή με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. -ξω
to hiss off the stage, Lat. explodere, Dem.