καρωτικός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karotikos | |Transliteration C=karotikos | ||
|Beta Code=karwtiko/s | |Beta Code=karwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καρωτική, καρωτικόν, [[stupefying]], [[soporific]], κ. ὁ κρίθινος Arist.''Fr.''106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; [[δυνάμεις]], [[ἐπιβροχαί]], Id.11.711, 14.733, cf. Porph.''Abst.''1.27. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1332.png Seite 1332]] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ [[οἶνος]] [[καρηβαρικός]], ὁ δὲ κριθινὸς [[καρωτικός]] Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = [[καρωτίδες]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰρωτικός:''' [[усыпляющий]], [[погружающий в сон]] (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.; τὸ [[πνεῦμα]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ [[κρίθινος]] (δηλ. [[οἶνος]]) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καρωτικός]], -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]<br />αυτός που επιφέρει [[κάρωση]], [[αναισθητικός]], [[ναρκωτικός]], [[υπνωτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
καρωτική, καρωτικόν, stupefying, soporific, κ. ὁ κρίθινος Arist.Fr.106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; δυνάμεις, ἐπιβροχαί, Id.11.711, 14.733, cf. Porph.Abst.1.27.
German (Pape)
[Seite 1332] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ οἶνος καρηβαρικός, ὁ δὲ κριθινὸς καρωτικός Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = καρωτίδες.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρωτικός: усыпляющий, погружающий в сон (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.; τὸ πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ κρίθινος (δηλ. οἶνος) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καρωτικός, -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]
αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός.