καστόριον: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(7)
 
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kastorion
|Transliteration C=kastorion
|Beta Code=kasto/rion
|Beta Code=kasto/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[καστόρειος]].</span>
|Definition=τό, v. [[καστόρειος]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungsteilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von
}}
{{elnl
|elnltext=καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).
}}
{{elru
|elrutext='''καστόριον:''' τό мед. бобровая струя Plut.
}}
{{ls
|lstext='''καστόριον''': τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, [[εἶναι]] δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «[[εἶδος]] βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[καστόριον]])<br /><b>βλ.</b> [[καστόρι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστόριον Medium diacritics: καστόριον Low diacritics: καστόριον Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΟΝ
Transliteration A: kastórion Transliteration B: kastorion Transliteration C: kastorion Beta Code: kasto/rion

English (LSJ)

τό, v. καστόρειος.

German (Pape)

[Seite 1333] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungsteilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).

Russian (Dvoretsky)

καστόριον: τό мед. бобровая струя Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καστόριον: τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, εἶναι δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.

Greek Monolingual

το (AM καστόριον)
βλ. καστόρι.