ἁμαξόποδες: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(4000)
 
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amaksopodes
|Transliteration C=amaksopodes
|Beta Code=a(maco/podes
|Beta Code=a(maco/podes
|Definition=οἱ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἁμαξήποδες]], Vitr.10.14.1.</span>
|Definition=οἱ, = [[ἁμαξήποδες]] ([[axle blocks]], [[axel hubs]]), Vitr.10.14.1.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] Vitruv. 10, 20, [[Achsenscheeren]], [[arbuscula|arbusculae]], in quibus versantur rotarum axes, vgl. [[ἁμαξήποδες]].
}}
{{ls
|lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν Πολυδ. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.»
}}
{{grml
|mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πόδες</i>, πληθ. του ουσ. [[πους]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 17 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξόποδες Medium diacritics: ἁμαξόποδες Low diacritics: αμαξόποδες Capitals: ΑΜΑΞΟΠΟΔΕΣ
Transliteration A: hamaxópodes Transliteration B: hamaxopodes Transliteration C: amaksopodes Beta Code: a(maco/podes

English (LSJ)

οἱ, = ἁμαξήποδες (axle blocks, axel hubs), Vitr.10.14.1.

German (Pape)

[Seite 116] Vitruv. 10, 20, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes, vgl. ἁμαξήποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόποδες: οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: ἁμαξήποδες ἐν Πολυδ. 1. 253, «ἁμαξήποδες, ὑφ’ ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος.»

Greek Monolingual

οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].