καταστολίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastolizo
|Transliteration C=katastolizo
|Beta Code=katastoli/zw
|Beta Code=katastoli/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clothe, dress</b>, Plu.2.65d (Pass.), <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.248</span> D.</span>
|Definition=[[clothe]], [[dress]], Plu.2.65d (Pass.), Eun.''Hist.''p.248 D.
}}
{{bailly
|btext=vêtir, <i>particul.</i> parer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στολίζω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[bekleiden]], [[ankleiden]]</i>, Plut. <i>am. et ad. discr</i>. 36 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''καταστολίζω:''' [[одевать]], [[наряжать]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστολίζω''': [[στολίζω]], καθ’ ὑπερβολὴν [[μέχρι]] τοῦ φορτικοῦ [[στολίζω]], [[κυρίως]] καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς [[ἄγαλμα]] βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον [[σχῆμα]] Εὐνάπ.
|lstext='''καταστολίζω''': [[στολίζω]], καθ’ ὑπερβολὴν [[μέχρι]] τοῦ φορτικοῦ [[στολίζω]], [[κυρίως]] καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς [[ἄγαλμα]] βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον [[σχῆμα]] Εὐνάπ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=vêtir, <i>particul.</i> parer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στολίζω]].
|mltxt=(Α [[καταστολίζω]])<br />[[στολίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπερβολικά, [[φορτώνω]] με στολίδια, [[στολίζω]] άφθονα.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστολίζω Medium diacritics: καταστολίζω Low diacritics: καταστολίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΛΙΖΩ
Transliteration A: katastolízō Transliteration B: katastolizō Transliteration C: katastolizo Beta Code: katastoli/zw

English (LSJ)

clothe, dress, Plu.2.65d (Pass.), Eun.Hist.p.248 D.

French (Bailly abrégé)

vêtir, particul. parer.
Étymologie: κατά, στολίζω.

German (Pape)

bekleiden, ankleiden, Plut. am. et ad. discr. 36 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

καταστολίζω: одевать, наряжать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καταστολίζω: στολίζω, καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι τοῦ φορτικοῦ στολίζω, κυρίως καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς ἄγαλμα βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα Εὐνάπ.

Greek Monolingual

καταστολίζω)
στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα.