κορδυβαλλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(Bailly1_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />enfoncé <i>ou</i> aplani à coups de hie.<br />'''Étymologie:''' p. *κορδυλοβαλλώδης, de [[κορδύλη]], [[βάλλω]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />enfoncé <i>ou</i> aplani à coups de hie.<br />'''Étymologie:''' p. *κορδυλοβαλλώδης, de [[κορδύλη]], [[βάλλω]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδυβαλλώδης]] -ῶδες (Α)<br />(μόνο στη φρ.) «[[κορδυβαλλῶδες]] [[πέδον]]» ([[αντί]] <i>κορδυλοβαλλώδες</i>)<br />ισοπεδωμένο [[έδαφος]], πατημένο, χτυπημένο με [[κορδύλη]], με [[ρόπαλο]], λιθόστρωτο (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορδυλο</i>-<i>βαλλ</i>-<i>ώδης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κορδύλη]] <span style="color: red;">+</span> <i>βάλλ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i><br />η σίγηση του -<i>λο</i>- με συλλαβική [[ανομοίωση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κορδυβαλλώδης:''' [[утоптанный трамбовкой]], [[утрамбованный]], [[плотно убитый]] ([[πέδον]] Luc.).
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 20 August 2022

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
enfoncé ou aplani à coups de hie.
Étymologie: p. *κορδυλοβαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.

Greek Monolingual

κορδυβαλλώδης -ῶδες (Α)
(μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες)
ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορδυλο-βαλλ-ώδης < κορδύλη + βάλλ-ω + κατάλ. -ώδης
η σίγηση του -λο- με συλλαβική ανομοίωση].

Russian (Dvoretsky)

κορδυβαλλώδης: утоптанный трамбовкой, утрамбованный, плотно убитый (πέδον Luc.).