Μαύσωλος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Μαύσωλος
|Medium diacritics=Μαύσωλος
|Low diacritics=Μαύσωλος
|Capitals=ΜΑΥΣΩΛΟΣ
|Transliteration A=Maúsōlos
|Transliteration B=Mausōlos
|Transliteration C=Mafsolos
|Beta Code=&#42;mau/swlos
|Definition=v. [[Μαύσσωλλος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Mausole, <i>roi de Carie, époux d'Artémise</i>.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Μαύσωλος''': ὁ, βασιλεὺς τῆς Ἁλικαρνασσοῦ, ἀνὴρ τῆς Ἀρτεμισίας, Ἡρόδ. 5. 118· (ἕτερός τις μεταγενεστέρων χρόνων, Ξεν. Ἀγησ. 2. 26, Δημ. κτλ.)· - Μαυσώλειον, τό, ὁ ἐν Ἁλικαρνασσῷ μεγαλοπρεπὴς [[αὐτοῦ]] [[τάφος]], οὗ τὰ λείψανα μετακομίσθησαν εἰς Ἀγγλίαν πρό τινων ἐτῶν καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ, Πλίν. 36. 4, 9, ὅρα Newton Halic. 2. σελ. 72 κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]] ὡς προσηγορικόν, μαυσώλειον, [[μνημεῖον]], Στράβ. 236· περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λ. Μαυσώλειον, ἴδε Ἡρῳδιαν. σ. 375, 14.
|lstext='''Μαύσωλος''': ὁ, βασιλεὺς τῆς Ἁλικαρνασσοῦ, ἀνὴρ τῆς Ἀρτεμισίας, Ἡρόδ. 5. 118· (ἕτερός τις μεταγενεστέρων χρόνων, Ξεν. Ἀγησ. 2. 26, Δημ. κτλ.)· - Μαυσώλειον, τό, ὁ ἐν Ἁλικαρνασσῷ μεγαλοπρεπὴς [[αὐτοῦ]] [[τάφος]], οὗ τὰ λείψανα μετακομίσθησαν εἰς Ἀγγλίαν πρό τινων ἐτῶν καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ, Πλίν. 36. 4, 9, ὅρα Newton Halic. 2. σελ. 72 κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]] ὡς προσηγορικόν, μαυσώλειον, [[μνημεῖον]], Στράβ. 236· περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λ. Μαυσώλειον, ἴδε Ἡρῳδιαν. σ. 375, 14.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ου () :<br />Mausole, <i>roi de Carie, époux d’Artémise</i>.
|lsmtext='''Μαύσωλος:''' ὁ, [[βασιλιάς]] της Αλικαρνασσού, [[σύζυγος]] της Αρτεμισίας, σε Ηρόδ.· Μαυσωλεῖον, <i>τό</i>, ο [[τάφος]] του στην Αλικαρνασσό, και ως προσηγορικό, [[μαυσωλείο]], [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Μαύσωλος]], ὁ,<br />a [[king]] of [[Halicarnassus]], [[husband]] of [[Artemisia]], Hdt.
}}
{{wkpen
|wketx=Mausolus (Greek: Μαύσωλος or Μαύσσωλλος; Mauśoλ “very dear”) was a ruler of Caria (377–353 BC), nominally a satrap of the Achaemenid Empire. He enjoyed the status of king or dynast by virtue of the powerful position created by his father Hecatomnus (Carian: 𐊴𐊭𐊪𐊳𐊫 K̂tmño) who had succeeded the assassinated Persian Satrap Tissaphernes in the Carian satrapy and founded the hereditary dynasty of the Hecatomnids.
}}
{{elru
|elrutext=[[Μαύσωλος]], [[Μαύσωλλος]], [[Μαύσσωλος]], [[Μαύσσωλλος]] ὁ [[Мавсол]]<br /><b class="num">1</b> Старший, тиранн Галикарнаса, предводитель восставших против Дария, сына Гистаспа, карийцев Her.;<br /><b class="num">2</b> Младший, сын Гекатомна, тиранн Галикарнаса с 377 г. по 353 г. до н. э., которому его вдова Артемисия воздвигла великолепный памятник-гробницу - τὸ [[Μαυσώλειον]] Diod.
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαύσωλος Medium diacritics: Μαύσωλος Low diacritics: Μαύσωλος Capitals: ΜΑΥΣΩΛΟΣ
Transliteration A: Maúsōlos Transliteration B: Mausōlos Transliteration C: Mafsolos Beta Code: *mau/swlos

English (LSJ)

v. Μαύσσωλλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Mausole, roi de Carie, époux d'Artémise.

Greek (Liddell-Scott)

Μαύσωλος: ὁ, βασιλεὺς τῆς Ἁλικαρνασσοῦ, ἀνὴρ τῆς Ἀρτεμισίας, Ἡρόδ. 5. 118· (ἕτερός τις μεταγενεστέρων χρόνων, Ξεν. Ἀγησ. 2. 26, Δημ. κτλ.)· - Μαυσώλειον, τό, ὁ ἐν Ἁλικαρνασσῷ μεγαλοπρεπὴς αὐτοῦ τάφος, οὗ τὰ λείψανα μετακομίσθησαν εἰς Ἀγγλίαν πρό τινων ἐτῶν καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ, Πλίν. 36. 4, 9, ὅρα Newton Halic. 2. σελ. 72 κἑξ.· ἐντεῦθεν ὡς προσηγορικόν, μαυσώλειον, μνημεῖον, Στράβ. 236· περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λ. Μαυσώλειον, ἴδε Ἡρῳδιαν. σ. 375, 14.

Greek Monotonic

Μαύσωλος: ὁ, βασιλιάς της Αλικαρνασσού, σύζυγος της Αρτεμισίας, σε Ηρόδ.· Μαυσωλεῖον, τό, ο τάφος του στην Αλικαρνασσό, και ως προσηγορικό, μαυσωλείο, μεγαλοπρεπής τάφος, σε Στράβ.

Middle Liddell

Μαύσωλος, ὁ,
a king of Halicarnassus, husband of Artemisia, Hdt.

Wikipedia EN

Mausolus (Greek: Μαύσωλος or Μαύσσωλλος; Mauśoλ “very dear”) was a ruler of Caria (377–353 BC), nominally a satrap of the Achaemenid Empire. He enjoyed the status of king or dynast by virtue of the powerful position created by his father Hecatomnus (Carian: 𐊴𐊭𐊪𐊳𐊫 K̂tmño) who had succeeded the assassinated Persian Satrap Tissaphernes in the Carian satrapy and founded the hereditary dynasty of the Hecatomnids.

Russian (Dvoretsky)

Μαύσωλος, Μαύσωλλος, Μαύσσωλος, ΜαύσσωλλοςМавсол
1 Старший, тиранн Галикарнаса, предводитель восставших против Дария, сына Гистаспа, карийцев Her.;
2 Младший, сын Гекатомна, тиранн Галикарнаса с 377 г. по 353 г. до н. э., которому его вдова Артемисия воздвигла великолепный памятник-гробницу - τὸ Μαυσώλειον Diod.