ταὐτολογία: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taftologia
|Transliteration C=taftologia
|Beta Code=tau)tologi/a
|Beta Code=tau)tologi/a
|Definition=ἡ, = foreg., <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>23</span>, <span class="bibl">Ph.1.529</span>, Quint.<span class="title">Inst.</span> 8.3.50: pl. in Plu.2.504d.
|Definition=ἡ, = [[ταὐτολόγημα]] ([[tautology]]), DH. Comp. 23, Ph. 1.529, Quint. ''Inst.'' 8.3.50 ; pl. in Plu. 2.504d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[redite]], [[tautologie]].<br />'''Étymologie:''' [[ταὐτολόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταὐτολογία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.
|lstext='''ταὐτολογία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />redite, tautologie.<br />'''Étymologie:''' [[ταὐτολόγος]].
|mltxt=η / [[ταὐτολογία]], ΝΜΑ [[ταὐτολόγος]]<br />το να λέει [[κανείς]] τα [[ίδια]] πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(λογ.)</b> [[πρόταση]] της οποίας το [[υποκείμενο]] και το [[κατηγορούμενο]] [[είναι]] ή εκφράζουν [[ίδια]] [[έννοια]], όπως λ.χ. <i>φως [[είναι]] αυτό που φωτίζει</i><br /><b>2.</b> (συμβολ. λογ.) [[πρόταση]] η οποία, στο [[πλαίσιο]] ενός τυπικού συστήματος, [[είναι]] [[αληθής]] όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. <i>εάν xείναι κόκκινο</i>, [[τότε]] το xείναι έγχρωμο</i>.
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτολογία Medium diacritics: ταὐτολογία Low diacritics: ταυτολογία Capitals: ΤΑΥΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: tautología Transliteration B: tautologia Transliteration C: taftologia Beta Code: tau)tologi/a

English (LSJ)

ἡ, = ταὐτολόγημα (tautology), DH. Comp. 23, Ph. 1.529, Quint. Inst. 8.3.50 ; pl. in Plu. 2.504d.

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
redite, tautologie.
Étymologie: ταὐτολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτολογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.

Greek Monolingual

η / ταὐτολογία, ΝΜΑ ταὐτολόγος
το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα
νεοελλ.
1. (λογ.) πρόταση της οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει
2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο πλαίσιο ενός τυπικού συστήματος, είναι αληθής όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. εάν xείναι κόκκινο, τότε το xείναι έγχρωμο.