κατερυκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateryktikos | |Transliteration C=kateryktikos | ||
|Beta Code=kateruktiko/s | |Beta Code=kateruktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατερυκτικός]], -ή, -όν (Α) [[κατερύκω]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, [[ανασχετικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.
Greek Monolingual
κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.