Κειτούκειτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Keitoukeitos
|Transliteration B=Keitoukeitos
|Transliteration C=Keitoykeitos
|Transliteration C=Keitoykeitos
|Beta Code=*keitou/keitos
|Beta Code=*keitou/keitos
|Definition=ὁ, comic name of a Gramm., who asked respecting every dish—<b class="b3">κεῖται ἢ οὐ κεῖται</b>; (cf. <b class="b3">κεῖμαι</b> v.<span class="bibl">5</span>) <span class="bibl">Ath.1.1e</span>.
|Definition=ὁ, comic name of a Gramm., who asked respecting every dish—<b class="b3">κεῖται ἢ οὐ κεῖται</b>; (cf. [[κεῖμαι]] v.5) Ath.1.1e.
}}
{{ls
|lstext='''Κειτούκειτος''': ὁ, κωμικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, [[ὅστις]] νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. [[κεῖμαι]] V. 7), Ἀθήν. 1Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[Κειτούκειτος]], ὁ (Α)<br />κωμικό όνομα του γραμματικού Ουλπιανού, ο [[οποίος]] συνήθιζε να μην τρώγει κανένα [[φαγητό]] αν δεν ρωτούσε «κεῖται ἤ οὐ κεῖται;» <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κεῖται ἤοὐ κεῖται</i>;].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κειτούκειτος Medium diacritics: Κειτούκειτος Low diacritics: Κειτούκειτος Capitals: ΚΕΙΤΟΥΚΕΙΤΟΣ
Transliteration A: Keitoúkeitos Transliteration B: Keitoukeitos Transliteration C: Keitoykeitos Beta Code: *keitou/keitos

English (LSJ)

ὁ, comic name of a Gramm., who asked respecting every dish—κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (cf. κεῖμαι v.5) Ath.1.1e.

Greek (Liddell-Scott)

Κειτούκειτος: ὁ, κωμικὸν ὄνομα τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, ὅστις νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. κεῖμαι V. 7), Ἀθήν. 1Ε.

Greek Monolingual

Κειτούκειτος, ὁ (Α)
κωμικό όνομα του γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῖται ἤ οὐ κεῖται;» Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;].