κεκαδήσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(7)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kekadiso
|Transliteration C=kekadiso
|Beta Code=kekadh/sw
|Beta Code=kekadh/sw
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]].</span>
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]].
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[κήδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεκαδήσω:'''<br /><b class="num">I</b> эп. fut. 2 к [[κήδω]].<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[χάζω]].
}}
{{ls
|lstext='''κεκᾰδήσω''': κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. [[κήδω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεκαδήσω]] (Α)<br />θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μέλλ. [[κεκαδήσω]] και ο αόρ. <i>κέκαδον</i> απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. [[χάζω]] «[[αποστερώ]]», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kadana</i>-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. [[κήδω]] «[[φροντίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκᾰδήσω Medium diacritics: κεκαδήσω Low diacritics: κεκαδήσω Capitals: ΚΕΚΑΔΗΣΩ
Transliteration A: kekadḗsō Transliteration B: kekadēsō Transliteration C: kekadiso Beta Code: kekadh/sw

English (LSJ)

κεκάδοντο, κεκαδών, v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω;
v. χάζω.

German (Pape)

fut. zu κήδω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.

Greek Monolingual

κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].

Greek Monotonic

κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.