κισσοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kissoeidis
|Transliteration C=kissoeidis
|Beta Code=kissoeidh/s
|Beta Code=kissoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like ivy</b>, Dsc.2.166, Gal. 4.556: Subst. <b class="b3">κ</b>. (sc. <b class="b3">γραμμή</b>), ἡ, Math., the <b class="b2">cissoid curve</b>, <span class="bibl">Papp.54.21</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Euc.</span>p.111</span> F. Adv. -<b class="b3">δῶς</b> Sch.<span class="bibl">Theoc.13.42</span>.</span>
|Definition=κισσοειδές, [[like ivy]], Dsc.2.166, Gal. 4.556: Subst. [[κ]]. (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]), ἡ, Math., the [[cissoid curve]], Papp.54.21, Procl.''in Euc.''p.111 F. Adv. [[κισσοειδῶς]] Sch.Theoc.13.42.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1442.png Seite 1442]] ές, epheuartig, φύλλα, Diosc. – Adv. bei Schol. Theocr. 13, 42.
}}
{{ls
|lstext='''κισσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] κισσῷ, Διοσκ. 2. 196, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 42.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κισσοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κισσοειδής]] [[καμπύλη]]» ή «[[κισσοειδής]] ([[γραμμή]])» — η [[καμπύλη]] που επινόησε ο [[μαθηματικός]] Διοκλής για την [[επίλυση]] του προβλήματος διπλασιασμού του κύβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοειδής Medium diacritics: κισσοειδής Low diacritics: κισσοειδής Capitals: ΚΙΣΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kissoeidḗs Transliteration B: kissoeidēs Transliteration C: kissoeidis Beta Code: kissoeidh/s

English (LSJ)

κισσοειδές, like ivy, Dsc.2.166, Gal. 4.556: Subst. κ. (sc. γραμμή), ἡ, Math., the cissoid curve, Papp.54.21, Procl.in Euc.p.111 F. Adv. κισσοειδῶς Sch.Theoc.13.42.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, epheuartig, φύλλα, Diosc. – Adv. bei Schol. Theocr. 13, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοειδής: -ές, ὅμοιος κισσῷ, Διοσκ. 2. 196, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 42.

Greek Monolingual

-ές (Α κισσοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.)
2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» — η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση του προβλήματος διπλασιασμού του κύβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ειδής (< εἶδος)].