κολοβοδιέξοδος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolovodieksodos
|Transliteration C=kolovodieksodos
|Beta Code=kolobodie/codos
|Beta Code=kolobodie/codos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having a curtailed passage</b>, of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.<span class="title">Phas.</span> p.8 H., al.</span>
|Definition=κολοβοδιέξοδον, [[having a curtailed passage]], of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.''Phas.'' p.8 H., al.
}}
{{ls
|lstext='''κολοβοδιέξοδος''': -ον, ἔχων κολοβήν, περικεκομμένην διέξοδον, διάβασιν, ἐπί τινων ἀστέρων, Πτολεμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολοβοδιέξοδος]], -ον (Α)<br />(για τους αστέρες τών οποίων η [[ανατολή]] και η [[δύση]] [[είναι]] αόρατες λόγω της ανατολής και της δύσης του Ηλίου) αυτός που έχει [[κολοβή]] διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῦσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[διέξοδος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβοδιέξοδος Medium diacritics: κολοβοδιέξοδος Low diacritics: κολοβοδιέξοδος Capitals: ΚΟΛΟΒΟΔΙΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: kolobodiéxodos Transliteration B: kolobodiexodos Transliteration C: kolovodieksodos Beta Code: kolobodie/codos

English (LSJ)

κολοβοδιέξοδον, having a curtailed passage, of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.Phas. p.8 H., al.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοδιέξοδος: -ον, ἔχων κολοβήν, περικεκομμένην διέξοδον, διάβασιν, ἐπί τινων ἀστέρων, Πτολεμ.

Greek Monolingual

κολοβοδιέξοδος, -ον (Α)
(για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω της ανατολής και της δύσης του Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῦσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + διέξοδος.