κουρότερος: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kouroteros
|Transliteration C=kouroteros
|Beta Code=kouro/teros
|Beta Code=kouro/teros
|Definition=α, ον, Comp. form of <b class="b3">κοῦρος</b> (A) (cf. <b class="b3">βασιλεύς, -λεύτερος</b>), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">young</b>, opp. <b class="b2">elder</b>, <span class="bibl">Il.4.316</span>, <span class="bibl">Od.21.310</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>[447]</span>: as fem., <span class="bibl">A.R.1.684</span>.</span>
|Definition=α, ον, Comp. form of [[κοῦρος]] (A) (cf. [[βασιλεύς]], [[βασιλεύτερος]]), [[young]], opp. [[elder]], Il.4.316, Od.21.310, Hes.''Op.''[447]: as fem., A.R.1.684.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plus jeune ; <i>ou simpl.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[κοῦρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κουρότερος -α -ον zie κοῦρος.
}}
{{pape
|ptext=Kompar., von [[κοῦρος]] [[abgeleitet]], <i>[[jünger]], [[jugendlicher]]</i>; μετ' [[ἀνδράσι]] κουροτέροισι <i>Od</i>. 21.310, wie <i>Il</i>. 4.315; Hes. <i>O</i>. 445 und sp.D., wie Ap.Rh. 1.408, 2.263 und [[öfter]], wo es überhaupt [[jugendlich]] [[bedeutet]], so daß die Komparativbedeutung [[verschwindet]]. Vgl. [[ἀγρότερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κουρότερος:''' [compar. к [[κοῦρος]] (более) молодой ([[ἀνήρ]] Hes.): μετ᾽ [[ἀνδράσι]] κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе.
}}
{{Autenrieth
|auten=younger; as subst., Il. 4.316.
}}
{{grml
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κουρότερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[κοῦρος]], νεότερος, περισσότερο [[νέος]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[θετικός]].
}}
{{ls
|lstext='''κουρότερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[κοῦρος]] (πρβλ. [[βασιλεύς]], -λεύτερος), [[νεώτερος]], νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445· ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684· ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. [[ἀγρότερος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κουρότερος]], η, ον [comp. of [[κοῦρος]],]<br />younger, [[more]] [[youthful]], Hom.; used [[much]] like a [[positive]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

English (LSJ)

α, ον, Comp. form of κοῦρος (A) (cf. βασιλεύς, βασιλεύτερος), young, opp. elder, Il.4.316, Od.21.310, Hes.Op.[447]: as fem., A.R.1.684.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus jeune ; ou simpl. jeune.
Étymologie: κοῦρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρότερος -α -ον zie κοῦρος.

German (Pape)

Kompar., von κοῦρος abgeleitet, jünger, jugendlicher; μετ' ἀνδράσι κουροτέροισι Od. 21.310, wie Il. 4.315; Hes. O. 445 und sp.D., wie Ap.Rh. 1.408, 2.263 und öfter, wo es überhaupt jugendlich bedeutet, so daß die Komparativbedeutung verschwindet. Vgl. ἀγρότερος.

Russian (Dvoretsky)

κουρότερος: [compar. к κοῦρος (более) молодой (ἀνήρ Hes.): μετ᾽ ἀνδράσι κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе.

English (Autenrieth)

younger; as subst., Il. 4.316.

Greek Monolingual

κουρότερος, -έρα, -ον (Α) κούρος
1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.)
2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος.

Greek Monotonic

κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. του κοῦρος, νεότερος, περισσότερο νέος, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται κυρίως ως θετικός.

Greek (Liddell-Scott)

κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ κοῦρος (πρβλ. βασιλεύς, -λεύτερος), νεώτερος, νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445· ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684· ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. ἀγρότερος.

Middle Liddell

κουρότερος, η, ον [comp. of κοῦρος,]
younger, more youthful, Hom.; used much like a positive.