θετικός
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
θετική, θετικόν,
A fit for placing, ὀνομάτων θ. prompt at giving names, D.H.Comp.16, cf. Ph.2.101. Adv. θετικῶς = appositely, D.H.Rh.3.5.
II concerning adoption, νόμοι Arist.Pol.1274b4.
III belonging to a θέσις, disputable, ὑπόθεσις Philostr.VS2.6; τὰ θ. τῶν χωρίων ib.29; so τὰ θ. alone, Phld.Rh.1.206S.; θ. κεφάλαιον Theon Prog.2; τὴν ζήτησιν θ. ποιεῖσθαι to make the question a matter of argument, Str.2.3.7; Lat. genus instituendi θετικώτερον, addressed to reason rather than feeling, Cic.QF3.3.4. Adv. Comp. -κώτερον Aps. p.333H.
IV positive, affirmative, opp. negative (ἀρνητικός), Numen. ap. Eus.PE14.8. Adv. θετικῶς = positively, affirmatively, D.L.9.75; οὐ λίαν θ. not very positively, Phld.Rh.1.371S.
2 Gramm., positive, τὸ θετικόν the positive degree, Sch.D Il.4.277.
b expressing obligation, of verbals in -τέον, D.T.642.16; θετικῶς· τὸ ὀφειλόμενον γενέσθαι, Hsch.
V arbitrary, χρῆσις τῶν ὀνομάτων S.E.P.2.256. Adv. θετικῶς ib.1.38.
German (Pape)
[Seite 1204] setzend, festsetzend, bestimmend, positiv; νόμοι Arist. pol. 2, 10; Dion. Hal. u. a. Rhett. Der gradus positivus, Schol. Il. 4, 277; θετικὰ ἐπιῤῥήματα sind die adjectiva verbalia, wie πρακτέον u. ä. – Auch adv., Rhett.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 que l'on pose en principe ; qui offre matière à discussion;
2 positif ; t. de gramm. ὁ θετικὸς τρόπος le degré positif (d'un adjectif).
Étymologie: τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θετικός: τίθημι
1 выставляемый в качестве правила, принимаемый за основу Sext.;
2 определенный, положительный (νόμοι Arst.);
3 грам. положительный: θετικὸν ἐπίρρημα «положительное наречие», т. е. adjectivum verbale на -τέον.
II ὁ грам. положительная степень.
Greek (Liddell-Scott)
θετικός: -ή, -όν, ἔχων ἱκανότητα εἰς τὸ τιθέναι, ἁρμόδιος εἰς τὸ θέτειν, ὀνομάτων θ., εὐφυὴς εἰς τὸ δίδειν ὀνόματα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 16. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἁρμοδίως, ὁ αὐτ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 3. 5. ΙΙ. ἀνήκων εἰς υἱοθεσίαν, περὶ αὐτῆς πραγματευόμενος, νόμοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 10. ΙΙΙ. ἀνήκων εἰς θέσιν (σημασ. V), ἀμφισβητήσιμος, ὑπόθεσις Φιλόστρ. 576, πρβλ. 621· τὴν ζήτησιν θ. ποιεῖσθαι, κάμνω τὸ ζήτημα ὑπόθεσιν συζητήσεως, Στράβ. 102· θετικώτερον, μὲ πλειοτέραν συζήτησιν, Κικ. πρὸς Κόϊντ. Ἀποσπ. 3. 3. IV. παρὰ Γραμμ., ὁ θετικός, βαθμός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 277. - Ἐπίρρ. -κῶς, βεβαιωτικῶς, Διογ. Λ. 9. 75· ἀπολύτως, Ἑρμογ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θετικός, -ή, -όν)
1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν)
ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός
3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός» — το θετικό
νεοελλ.
1. συγκεκριμένος, πραγματικός, βέβαιος («δεν έχουμε τίποτε θετικό ακόμη»)
2. (για πρόσ.) αυτός στον οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς, σταθερός («θετικός άνθρωπος»)
3. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη θέση ή τη στάθμη του μηδενός ή που αυξάνεται πέρα από το μηδενικό μέγεθος της ίδιας φύσης και ο οποίος φέρει το πρόσημο +, ο μη αρνητικός (α. «θετικός αριθμός» β. «θετικός βαθμός» γ. «θετικό μέγεθος» δ. «θετική θερμοκρασία» ε. «θετική επιτάχυνση» — στ. «θετική γωνία»
4. φυσ. α) αυτός που έχει λιγότερα ηλεκτρόνια από όσα προβλέπονται στην κατάσταση της ηλεκτρικής ουδετερότητας και, συνεπώς, ασκεί ελκτικές δυνάμεις πάνω στα ηλεκτρόνια (α. «θετικό φορτίο» β. «θετικό ιόν»)
β) (για σημείο ή μέρος ηλεκτρ. κυκλώματος) αυτός που έχει ανώτερο δυναμικό από άλλον παρόμοιο θεωρούμενον ως σημείο αναφοράς (α. «θετικό δυναμικό» β. «θετικό ηλεκτρόδιο» γ. «θετικός πόλος»)
5. φρ. α) «θετικός πόλος μαγνήτη» — ο πόλος του μαγνήτη στον οποίο η έλξη αντικειμένων από σίδηρο ή χάλυβα είναι μέγιστη, ο βόρειος πόλος
β) «θετικές επιστήμες» — οι φυσικές, οι τεχνικές και οι μαθηματικές επιστήμες, σε αντιδιαστολή προς τις επιστήμες του ανθρώπου
γ) «θετική φιλοσοφία» — ο θετικισμός
δ) «θετικό αποτέλεσμα εξέτασης»
ιατρ. το αποτέλεσμα ανάλυσης ή εξέτασης που αποδεικνύει ότι ο αναζητούμενος παράγοντας υπάρχει στον οργανισμό
ε) (φωτογρ.) «θετική εικόνα» — η εικόνα που παράγεται από το αρνητικό φιλμ, με επαφή ή μεγέθυνση, και αποδίδει το φωτογραφιζόμενο αντικείμενο όπως είναι στην πραγματικότητα
στ) «θετικό δίκαιο»
(νομ.) το δίκαιο που ισχύει σε ορισμένη στιγμή σε μια ορισμένη πολιτεία, σε αντιδιαστολή προς το φυσικό δίκαιο
μσν.
1. επουσιώδης
2. ανάμικτος
αρχ.
1. ικανός, αρμόδιος στο να ορίζει, να καθορίζει κάτι («ὀνομάτων θετικός», Δίον. Αλ.)
2. (για νόμους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υιοθεσία
3. συζητήσιμος, αμφισβητήσιμος
4. αυθαίρετος.
επίρρ...
θετικώς και -ά (ΑΜ θετικῶς)
με τρόπο θετικό
2. βεβαιωτικά, καταφατικά
αρχ.
1. αρμόδια, κατάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. θετ-ικός < θετός < τίθημι.
Greek Monotonic
θετικός: -ή, -όν (τίθημι), αυτός που είναι κατάλληλος στο να τοποθετηθεί, σε Αριστ.