λατομητός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=latomitos
|Transliteration C=latomitos
|Beta Code=latomhto/s
|Beta Code=latomhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hewn out of a rock</b>, κλῖμαξ <span class="bibl">Str.14.5.5</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of stones, <b class="b2">hewn</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>12.12(13)</span>.</span>
|Definition=λατομητή, λατομητόν,<br><span class="bld">A</span> [[hewn out of a rock]], κλῖμαξ Str.14.5.5, al.<br><span class="bld">2</span> of stones, [[hewn]], [[LXX]] ''4 Ki.''12.12(13).
}}
{{ls
|lstext='''λᾱτομητός''': -όν, ἢ ή, όν, Λοβ. Παραλ. 460. ― ἐκ λίθου πελεκηθείς, κοπεὶς ἐκ βράχου, Στράβ. 670. 2) ἐπὶ λίθων, [[πελεκητός]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
}}
{{grml
|mltxt=[[λατομητός]], -ή, -όν (Α) [[λατομώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο<br /><b>2.</b> (για λίθο) [[πελεκητός]], πελεκημένος [[πάνω]] στον βράχο (α. «[[κλίμακα]] λατομητήν», <b>Στράβ.</b><br />β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ).
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ή, όν, <i>in [[Stein]] [[gehauen]]</i>, [[κλῖμαξ]], Strab. XIV.670.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομητός Medium diacritics: λατομητός Low diacritics: λατομητός Capitals: ΛΑΤΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: latomētós Transliteration B: latomētos Transliteration C: latomitos Beta Code: latomhto/s

English (LSJ)

λατομητή, λατομητόν,
A hewn out of a rock, κλῖμαξ Str.14.5.5, al.
2 of stones, hewn, LXX 4 Ki.12.12(13).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομητός: -όν, ἢ ή, όν, Λοβ. Παραλ. 460. ― ἐκ λίθου πελεκηθείς, κοπεὶς ἐκ βράχου, Στράβ. 670. 2) ἐπὶ λίθων, πελεκητός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

λατομητός, -ή, -όν (Α) λατομώ
1. αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο
2. (για λίθο) πελεκητός, πελεκημένος πάνω στον βράχο (α. «κλίμακα λατομητήν», Στράβ.
β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ).

German (Pape)

[ᾱ], ή, όν, in Stein gehauen, κλῖμαξ, Strab. XIV.670.