λευκόφαιος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkofaios
|Transliteration C=lefkofaios
|Beta Code=leuko/faios
|Beta Code=leuko/faios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whitish grey, ash-coloured</b>, πρόβατον <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.32.13</span> (iii B.C.); χιτών <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>433.9</span> (iii B.C.), cf. <span class="bibl">Ath.3.78a</span>, <span class="bibl">Poll.7.129</span>; <b class="b3">καρπός</b> prob.in <span class="bibl">Posidon.3</span> J.</span>
|Definition=λευκόφαιον, [[whitish grey]], [[ash-coloured]], πρόβατον ''PHib.''1.32.13 (iii B.C.); χιτών ''PCair.Zen.''433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; [[καρπός]] prob.in Posidon.3 J.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.
}}
{{ls
|lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόφαιος]], -ον)<br />σταχτόχρωμος, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λευκόφαιος]] [[παγετός]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[απόθεση]] κρυστάλλων πάγου στην [[επιφάνεια]] αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως [[είναι]] το [[γρασίδι]], τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόφαιος Medium diacritics: λευκόφαιος Low diacritics: λευκόφαιος Capitals: ΛΕΥΚΟΦΑΙΟΣ
Transliteration A: leukóphaios Transliteration B: leukophaios Transliteration C: lefkofaios Beta Code: leuko/faios

English (LSJ)

λευκόφαιον, whitish grey, ash-coloured, πρόβατον PHib.1.32.13 (iii B.C.); χιτών PCair.Zen.433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; καρπός prob.in Posidon.3 J.

German (Pape)

[Seite 35] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόφαιος: -ον, ἔχων χρῶμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκόφαιος, -ον)
σταχτόχρωμος, σταχτής
νεοελλ.
φρ. «λευκόφαιος παγετός»
(μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.