μητροκτονία: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitroktonia
|Transliteration C=mitroktonia
|Beta Code=mhtroktoni/a
|Beta Code=mhtroktoni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">matricide</b>, <span class="bibl">Asclep.Tragil. 29</span> J., Plu.2.18a, 810f.</span>
|Definition=ἡ, [[matricide]], Asclep.Tragil. 29 J., Plu.2.18a, 810f.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ἡ, der Muttermord; Schol. Eur. Or. 206; Plut. de aud. poet. 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[meurtre de sa mère]].<br />'''Étymologie:''' [[μητροκτόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητροκτονία:''' ἡ [[матереубийство]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''μητροκτονία''': ἡ, τὸ μητροκτονεῖν, Πλούτ. 2, 18Α, 810F.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μητροκτονία]]) [[μητροκτόνος]]<br />η [[πράξη]] του μητροκτόνου, ο [[φόνος]] της μητέρας από το ίδιο το [[παιδί]] της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκτονία Medium diacritics: μητροκτονία Low diacritics: μητροκτονία Capitals: ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: mētroktonía Transliteration B: mētroktonia Transliteration C: mitroktonia Beta Code: mhtroktoni/a

English (LSJ)

ἡ, matricide, Asclep.Tragil. 29 J., Plu.2.18a, 810f.

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, der Muttermord; Schol. Eur. Or. 206; Plut. de aud. poet. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre de sa mère.
Étymologie: μητροκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

μητροκτονία:матереубийство Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκτονία: ἡ, τὸ μητροκτονεῖν, Πλούτ. 2, 18Α, 810F.

Greek Monolingual

η (Α μητροκτονία) μητροκτόνος
η πράξη του μητροκτόνου, ο φόνος της μητέρας από το ίδιο το παιδί της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», Πλούτ.).