μητρόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitroliptos
|Transliteration C=mitroliptos
|Beta Code=mhtro/lhptos
|Beta Code=mhtro/lhptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">possessed by the Mother of the gods</b>, <span class="bibl">Herm.<span class="title">in Phdr.</span>p.105</span> A.</span>
|Definition=μητρόληπτον, [[possessed by the Mother of the gods]], Herm.''in Phdr.''p.105 A.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] von der Göttermutter wahnsinnig gemacht, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μητρόληπτος''': ὁ, ὁ ἐμπνευσθείς, ὁ [[μανιώδης]] γενόμενος ὑπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν Ρέας, Ἑρμείας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. σ. 105.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρόληπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το [[πνεύμα]] της μητέρας τών θεών Ρέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[δορίληπτος]], [[μουσόληπτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόληπτος Medium diacritics: μητρόληπτος Low diacritics: μητρόληπτος Capitals: ΜΗΤΡΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: mētrólēptos Transliteration B: mētrolēptos Transliteration C: mitroliptos Beta Code: mhtro/lhptos

English (LSJ)

μητρόληπτον, possessed by the Mother of the gods, Herm.in Phdr.p.105 A.

German (Pape)

[Seite 180] von der Göttermutter wahnsinnig gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόληπτος: ὁ, ὁ ἐμπνευσθείς, ὁ μανιώδης γενόμενος ὑπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν Ρέας, Ἑρμείας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. σ. 105.

Greek Monolingual

μητρόληπτος, -ον (Α)
αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το πνεύμα της μητέρας τών θεών Ρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ληπτός (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. δορίληπτος, μουσόληπτος].